- εκβουλγαρίζω
- 1. μεταβάλλω σε Βούλγαρο ή σε βουλγαρικό2. παθ. γίνομαι Βούλγαρος3. (για λέξεις) παίρνω βουλγαρική μορφή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκβουλγαρίζω — εκβουλγάρισα, εκβουλγαρίστηκα, εκβουλγαρισμένος, μτβ. 1. μεταβάλλω κάτι σε βουλγαρικό ή άτομα άλλης εθνικότητας τα κάνω Βούλγαρους (πρβλ. εξελληνίζω, εκρουμανίζω κτλ.). 2. μέσ. και παθ., εκβουλγαρίζομαι με τη θέλησή μου ή με τη βία γίνομαι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαλβανίζω — εξαλβάνισα, εξαλβανίστηκα, εξαλβανισμένος, μτβ., μεταβάλλω κάτι σε αλβανικό ή ανθρώπους άλλης εθνικότητας σε Αλβανούς (πρβλ. εκβουλγαρίζω, εκτουρκίζω) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαμερικανίζω — εξαμερικάνισα, εξαμερικανίστηκα, εξαμερικανισμένος, μτβ., μεταβάλλω κάτι σε αμερικανικό ή άνθρωπο άλλης εθνικότητας σε Αμερικανό (πρβλ. εκβουλγαρίζω, εξαλβανίζω): Εξαμερικάνισε το ντύσιμό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)